- χιτώνων
- χιτώνgarment worn next the skinmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
VESTIS — primi hominis innocentia fuit, cui postquam iniquitas successit, vidit se nudum esse, et consutis foliis fecit sibi subligacula, Genes. c. 3. v. 7. ut sic membris minime honestis honorem circumponeret, prout loquitur Paulus 1. Corinth. c. 12. v.… … Hofmann J. Lexicon universale
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek
ελυτροειδίτιδα — η φλεγμονή τών ελυτροειδών χιτώνων τού όρχεως … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
μικροπύλη — η 1. βιολ. μικροσκοπική οπή που βρίσκεται στον πρόσθιο πόλο τού ωαρίου τών εντόμων και διά μέσου τής οποίας εισέρχονται τα σπερματοζωάρια διασχίζοντας το χόριο και τό γονιμοποιούν 2. βοτ. μικρό άνοιγμα μεταξύ τών άκρων τών χιτώνων στην κορυφή τής … Dictionary of Greek
οστεογένεση — και οστεογένεια, η 1. βιολ. ο σχηματισμός τού οστίτη ιστού από τις οστεοβλάστες 2. φρ. «ατελής οστεογένεση» ιατρ. κληρονομική νόσος που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη οστών με λεπτά τοιχώματα και μεγάλη προδιάθεση για κατάγματα, από έλλειψη… … Dictionary of Greek
παγκαρδίτιδα — η ιατρ. η ταυτόχρονη φλεγμονή και τών τριών χιτώνων τής καρδιάς, δηλ. τού ενδοκαρδίου, τού μυοκαρδίου και τού περικαρδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pancarditis < παν * + καρδίτις] … Dictionary of Greek
πανφλεβίτιδα — η ιατρ. φλεγμονώδης προσβολή όλων τών χιτώνων μιας φλέβας … Dictionary of Greek
σταφύλωμα — το, Ν ιατρ. 1. πρόπτωση τών χιτώνων τού οφθαλμού λόγω λεπτύνσεώς τους 2. φρ. α) «πρόσθιο σταφύλωμα» σταφύλωμα που άλλοτε αποτελεί απλή κήλη τού κερατοειδούς και παραμένει διαφανής και άλλοτε ουλώδη υπόλευκη μάζα και συμφύεται με την ίριδα β)… … Dictionary of Greek
σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… … Dictionary of Greek